Εδώ στο χωριό η ζωή κυλάει σχετικά ήσυχα. Ξυπνάμε νωρίς, βάζουμε κάτω τις πολλές δουλειές που έχουν να γίνουν , και μόλις τα χέρια, τα δάκτυλα ή τα γόνατα αρχίσουν να πονάνε, αράζουμε κάτω απ’τη ρογδιά και πίνουμε κανά δυο ποτηράκια ρακή για να ξεκουραστούμε. Έχει κάπως διαφορετική γεύση η ρακή εδώ, δε θα’λεγα ότι είναι ακριβώς πιο νόστιμη, διατηρεί απλά μια κάποια αθωότητα που δεν έχουν καταφέρει να της την αφαιρέσουν τα τόσα χρόνια εθισμού στην τηλεόραση και στο ανελέητο κουτσομπολιό.
Χτες το πρωί πήγα για πρώτη φορά στα πρόβατα. Κάθε βοσκός, εκτός από τα σκυλιά του, έχει τη δική του προσωπική κραυγή ή σφύριγμα για να οδηγεί το κοπάδι. Έχουν ενδιαφέρον αυτά τα καλέσματα, κι έπιασα τον εαυτό μου ν’αναρωτιέται αν διδάσκονται από πατέρα σε γιο ή η κάθε γενιά εφευρίσκει τα δικά της. Όσο θα είμαι εδώ, νομίζω πως θα περάσω αρκετές ώρες παρατηρώντας τα· αν είναι πιο αποτελεσματικά τα μινόρε ή τα ματζόρε, οι τρίτες ή οι πέμπτες. Και ίσως κάποτε καταφέρω να τα μιμηθώ με το σαξόφωνο και κάνω πλάκα σε κανένα χωριανό μπερδεύοντας τα κοπάδια ή οδηγώντας τα ζώα του στην αυλή μας. Ίσως πάλι τα ηχογραφήσω και τα συνδυάσω σε uptempo ρυθμό, δημιουργώντας την πρώτη μεγάλη χορευτική επιτυχία στα προβατίσια τσαρτς. Πάντως το χρυσαφένιο πνευστό μου έχει προκαλέσει μεγάλη εντύπωση και, αν και δεν κρύβω ότι είμαι αρχάριος, έχω ήδη δύο μαθητές. Αν χρειαστώ χρήματα, ίσως ανοίξω στο καφενείο μια μικρή αντιπροσωπεία μουσικών οργάνων ή κάποιο ωδείο του βουνού.
Πάντως οι άνθρωποι που ζουν εδώ μας δέχτηκαν αμέσως, ανοιχτόκαρδα, και μας καλωσόρισαν με μια μεγάλη γιορτή. Χτες το βράδυ, πήραμε τον Γιώργη της Φωτεινούλας που έχει ακριβό αυτοκίνητο, παίζει λίγο μπουζουκάκι και του αρέσει να φωνάζει “όπα”, να χορεύει ζεϊμπέκικο και να σπάζει πιάτα, και τον κρεμάσαμε από το ζωνάρι του στον κεντρικό πλάτανο της πλατείας. Μαζευτήκαμε γύρω του και αρχίσαμε να κοπανάμε ο,τι έβρισκε ο καθένας μπροστά του, πέτρες, κλαδιά, ποτήρια, πιάτα, κουτάλια, ταψιά, ώσπου καταφέραμε να στήσουμε μεταξύ μας μια πολύ ενδιαφέρουσα ρυθμολογία. Από το μυαλό μου πέρασε αστραπιαία ο Moondog και η αστικότητα της Νέας Υόρκης. Συνεχίσαμε να χτίζουμε το κομμάτι για αρκετή ώρα, ώσπου άρχισε το απέναντι βουνό να συντονίζει και να πετάει προς τη μεριά μας μικρά κομμάτια βράχου και είπαμε να σταματήσουμε. Άλλωστε η ώρα ήταν περασμένες έντεκα κι εδώ αυτά τα πράγματα κάπως τα προσέχουμε. Στοιχειώδης αλληλοσεβασμός, λένε οι χωριανοί. Ξεκρεμάσαμε τον Γιώργη, τον χαιρετήσαμε και τον αφήσαμε να πάει σπίτι. Φέυγοντας, με κοίταξε με θέρμη στα μάτια και μου ζήτησε, μια που είμαι από την πόλη και ξέρω από κομπιούτερ, να τον βοηθήσω να φτιάξει μια αγγελία μήπως και καταφέρει να ανταλλάξει το μπουζουκάκι του με ένα βιολοντσέλο.Τον αγκάλιασα θερμά και του ευχήθηκα καλή τύχη.
Σήμερα ξυπνώντας, κι ενώ άρχιζα να γράφω αυτές τις γραμμές, βρήκα ότι τα μισά πλήκτρα της γραφομηχανής μου είχαν χαλάσει, κι επειδή λάδι μηχανής δεν πουλάνε εδώ στο χωριό, πήγα και βρήκα την κυρά Σοφία που ξέρει όλα τα γιατροσόφια και μου έδωσε μια αλοιφή πράσινη και κάπως κολλώδη, που την άλοιψα με προσοχή πάνω στους μηχανισμούς ώσπου με ένα γλυκό ήχο συρσίματος ήρθαν στη θέση τους. Τώρα δουλεύει σαν καινούρια, μόνο που κάθε φορά που ολοκληρώνω μια λέξη στάζει λίγο νερό με αίμα από την άκρη που έχω στραμμένη προς το Μάντσεστερ. Η κυρία Σοφία λέει ότι είναι επειδή ο πόλεμος στη Συρία συνεχίζεται κι εμείς αφήνουμε τους ανθρώπους να πνίγονται στη θάλασσα. Εγώ πάλι, που δεν έχω πειράξει στη ζωή μου κανέναν, ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω.