Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στα κοινωνικά δίκτυα σε έξι μέρη, κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, από τις 30 Μαρτίου εώς τις 3 Μαϊου 2020. Κάποια πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, κάποια όχι, και μάλλον δε θα αλλάξουν ποτέ. Προτίμησα να το αναδημοσιεύσω κι εδώ ως είχε, χωρίς διορθώσεις ή προσθήκες.
[Εισαγωγή, και ένας σύντομος ύμνος υπέρ απαισιοδοξίας]
Μου είναι δύσκολο που ξεκινάω και γράφω αυτό το κείμενο. Βλέπετε, αποφάσισα εκ των προτέρων ότι θα είναι το τελευταίο που έχει να κάνει με αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση που ζούμε ως ανθρωπότητα. Κυρίως γιατί κουράστηκα, αλλά και γιατί αισθάνομαι σιγά σιγά πως όλοι μας έχουμε κουραστεί – από την αβεβαιότητα, την κατευθυνόμενη παραπληροφόρηση και ταυτόχρονα την υπερπληροφορία.
Η σχέση πάθους μου με τα θέματα του κορωνοϊού ξεκίνησε λίγο πριν από τους περισσότερους απο εσάς, και ενώ κανόνιζα μια καταπληκτική εκδρομή στα Ζαγοροχώρια, που δεν εμελλε να γίνει ποτέ – κι αυτό γιατί κάποιοι ξεροκέφαλοι γιατροί και χρήστες του twitter με έκαναν να συνειδητοποιήσω από νωρίς τον πραγματικό κίνδυνο αυτού που θα επακολουθούσε. Όπως έχω ξαναγράψει, ανήκω κι εγώ σε μια ιδιόμορφη ευπαθή ομάδα και ο Η1Ν1 με είχε οδηγήσει στο νοσοκομείο, σε αρκετά δύσκολη κατάσταση. Έτσι, ξεκίνησα οικειοθελώς την καραντίνα μου περίπου 10 μέρες πριν την έναρξη της υπερκοστολογημένης και με φρικτά γραφιστικά καμπάνιας της κυβέρνησης. Για την ακρίβεια, άθελά μου, την είχα εν μέρει ξεκινήσει αρκετά πιο πριν, αφού είχα μάστορες για επισκευές στο σπίτι και είχα μετατραπεί σε κάποιο είδος ανθρωποκοτόπουλου μετά τα αλλεπάλληλα αξημέρωτα ξυπνήματα και τους χτύπους των τρυπανιών και των κομπρεσέρ· πέρα από τους καλούς μάστορες και την οικογένειά μου, δεν έβλεπα σχεδόν κανέναν και δεν είχα κανένα κουράγιο για κοινωνικοποίηση.
Ίσως είναι λίγο αδιάφορα όμως όλα αυτά. Φαντάζομαι ο καθένας μας έχει τη δική του μικρή, προσωπική ιστορία για τις μέρες πριν η ζωή του μπει σε αυτή την τόσο χαλασμένη, ανορθόδοξη κατάψυξη, που μας συντηρεί μεν, μας κάνει να λιώνουμε ταχύτατα δε.
Το πρώτο μεγάλο κείμενο που έγραψα για το θέμα του ιού, που νομίζω πλέον δικαιούται να χαρακτηριστεί cult classic, ξεκινούσε με την παιδικά αθώα, αλλά αρκετά περιγραφική προσφώνηση “Αγαπητέ τζιτζιφιόγκο”. Επρόκειτο για μια πηγαία απάντηση στο πρώτο βαρύγδουπο διάγγελμα του πρωθυπουργού που επιτέλους αποφάσιζε να βγάλει τα φανταχτερά ρούχα για σκι του και να αντιμετωπίσει, έστω και ως κάκιστος ηθοποιός, την πραγματικότητα. Ένα κείμενο που πολύ θα ήθελα, μετά από τόσους μήνες, να μπορώ να πω ότι τελικά τον αδικούσε. Όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, και το ψέμμα το απεχθάνομαι τόσο πολύ που το δηλώνω ακόμα και στο βιογραφικό μου. Περισσότερα γι’αυτά όμως στα επόμενα.
Μια που είπα βιογραφικό, και επειδή ήταν με αυτό το κείμενο που πρωτογνώρισα ή ξαναβρήκα αρκετούς και αρκετές από εσάς, έστω διαδικτυακά, να σας γράψω και δύο πράγματα για μένα, που ίσως βοηθήσουν στην κατανόηση όσων ακολουθήσουν. Ίσως και όχι, αλλά ποτέ δεν κάνει κακό να γνωριζόμαστε λίγο καλύτερα, ακόμα και στην κακόγουστη ηλεκτρονική πραγματικότητα του μπλε/ασπρου με ολοκαινουρια επιλογή dark mode, που πλέον είναι, αναγκαστικά, τόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής μας.
Στην κανονική ζωή λοιπόν, παίζω και γράφω μουσική. Καμιά φορά, απαγγέλω από πάνω της στίχους και ποιήματα. Φτιάχνω βίντεο. Έχω αποπειραθεί και μερικά εικαστικά, με αυτοαμφισβητούμενη επιτυχία. Γράφω επίσης. Για μια μικρή περίοδο, άρθρα ως ερασιτέχνης δημοσιογράφος σε μια μικρή διαδικτυακή εφημερίδα. Βιβλία που δεν τα τελειώνω ποτέ. Και διηγήματα που όλο λέω ότι κάπου θα τα στείλω και μετά με πιάνει τελειομανία και τα αφήνω στην άκρη να τα ξανακοιτάξω.
Κατά τα άλλα, είμαι ένας σταθερά απαισιόδοξος ανθρωπιστής. Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, κάποιες φορές αντιφατικά, τα φέρω νομίζω εκ γεννετής. Να τονίσω εδώ ότι η απαισιοδοξία είναι ένα σταθερά παρεξηγημένο χαρακτηριστικό, εξαιτίας των ορδών των μετρίως, κατά περίστασιν, κατά συμφέρον ή ολότελα ψευδώς απαισιόδοξων που έχουν κατακλύσει την ατομιστική εποχή μας. Η δική μου απαισιοδοξία δεν είναι τέτοια. Είναι πηγαία, καθολική, σκληρή, κυνική, και βασισμένη στη λογική πολύ περισσότερο από το συναίσθημα.
Επ’ευκαιρία, έχετε μια ειλικρινή συγγνώμη αν κάποιο από τα προηγούμενα κείμενα ή σχόλια μου, σας απογοήτευσε ή σας θύμωσε απρόσμενα με την απαισιοδοξία του ενώ προτιμάτε να παραμένετε αισιόδοξοι και με θετικές σκέψεις αυτές τις δύσκολες μέρες, πράγμα ιδιαίτερα κατανοητό. Ίσως και αυτό που ξεκινάω εδώ, με αυτές τις παραγράφους, να εξελιχθεί έτσι, αν και ο νοητικός προγραμματισμός μου είναι ότι τουλάχιστον θα προσπαθήσω να το τελειώσω με μια αισιόδοξη νότα.
Και τώρα που κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν τον προειδοποίησα, θα κλείσω σιγά σιγά αυτήν την εισαγωγή για να περάσω στα πολιτικά, που προβλέπονται κομματάκι πιο δύσκολα. Επειδή όμως δεν κρατιέμαι να σας αφήσω χωρίς να κάνω μια μικρή επίδειξη της απίστευτης αυτής, όπως μου είχε πει παλιά συνάδελφος και φίλος, ικανότητας να εντοπίζω το σκοτάδι ακόμα και ανάμεσα στις πιο δυνατές ακτίδες φωτός, σας παραθέτω ένα σύντομο παράδειγμα:
Τις προάλλες μου έλεγε μια φίλη πόσο καθαρές και άδειες θα είναι οι παραλίες το καλοκαίρι, και πόσο θα τις ευχαριστηθούμε εδώ στην Κρήτη. Η πρώτη μου σκέψη; “Αρχίδια μπάνια θα κάνουμε, με τόσο καθαρά νερά θα έχει αυξηθεί τραγικά ο πληθυσμός των λαγοκέφαλων”.
[εισαγωγικά μαθήματα για την ορθρογραφία του ΠΟΛΕΜΟΥ]
Γενικά, νομίζω πως είμαι από τους ανθρώπους που αδυνατούν παντελώς να καταλάβουν τι συμβαίνει στο κεφάλι ενός εθνικιστή, ενός ακροδεξιού, ενός νεοδημοκράτη ή κεντρώου που ξαφνικά βρέθηκε, επειδή κατά βάθος ποτέ δεν πολυσκεφτόταν αυτό που του σέρβιραν, να υπηρετεί το κυρίαρχο αφήγημα του μίσους προς τον αδύναμο, της τουρκοφαγίας και της ελληνικότητας της Βόρειας Μακεδονίας. Έχω κάνει ωστόσο εδώ και καιρό κάποιες καίριες φιλολογικές παρατηρήσεις που νομίζω πως θα βοηθήσουν στην κατανόηση της ανάλυσης που θα κάνω παρακάτω.
Ο πρώτος κανόνας της alt-right γραμματικής, λοιπόν, είναι πως όσο πιο ακροδεξιό είναι ένα κείμενο, τόσο χειροτερεύει η ορθογραφία. Ο δεύτερος, που αλληλοσυμπληρώνεται με τον πρώτο, είναι πως όσο πιο θλιβερά ηλίθιο είναι, τόσο αυξάνει σε αναλογία η αναίτια χρήση κεφαλαίων. Σαν παράρτημα σε αυτές τις παρατηρήσεις, κρατήστε επίσης ότι στον κόσμο της ευρύτερης δεξιάς η πρόσβαση στη δημοσιότητα, τον πλούτο και τα αξιώματα, δηλαδή ή κατά τους ίδιους αριστεία, είναι συνήθως αντιστρόφως ανάλογη της πραγματικής, ακαδημαϊκής ή ανθρώπινης, αξίας των υποκειμένων. Αυτό το τελευταίο μπορείτε, αν προτιμάτε τις θετικές επιστήμες και ιδιαίτερα την αστρονομία, να το βαφτίσετε και φαινόμενο Αντωνιάδου.
Με αυτά στο μυαλό, καταλαβαίνετε νομίζω την απέραντη απογοήτευσή μου, και την απότομη συνειδητοποίηση για το τι μέλλει γενέσθαι, όταν ένα από τα πρώτα πράγματα που διάβασα για τον ιό από ακαδημαϊκά χείλη ήταν η ανοησία του Μπαμπινιώτη, που ήρθε ως αδιαφιλονίκητη αυθεντία να μας διδάξει δήθεν πώς μεταφράζεται σωστά ο ιός, και να τραβήξει το αυτάκι σε όσα κακά παιδάκια το κάνουν λάθος. Από τότε αποφάσισα να τον αποκαλώ, αντίθετα με τις οδηγίες του φιλοκυβερνητικού επιστήμονα, άλλοτε κορωνοϊό, για να θυμάμαι ότι είναι απαίσιος όσο τα στέμματα και αυτούς που τα φέρουν, και άλλοτε, όταν θέλω να τον φοβάμαι λιγότερο, απλά κορωνιό, επειδή είναι χαριτωμένο, και επειδή προσφέρεται πολύ ευκολότερα για αντικατάσταση στίχων, όπως για παράδειγμα στο πασίγνωστο “Κορωνιέ, κορωνιέ, κορωνιέ μου κανακάρη”. Αν τα επιχειρήματά μου σας φαίνονται ανόητα, σας εγγυώμαι ότι είναι και τα τέσσερα πολύ ουσιαστικότερα από αυτά που χρησιμοποίησε ο εθνικός μας λεξικογράφος.
Το δεύτερο, και πολύ τρομακτικότερο σημείο για τα μελλούμενα, ήταν το ότι είχα την ατυχία να αντιμετωπίσω, αρκετά νωρίς στην πανδημία, ένα viral κείμενο που πάνω κάτω έγραφε, με περισσότερα λόγια, πως βρισκόμαστε σε ΠΟΛΕΜΟ με τον Μητσοτάκη ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟ και τον Τσιόδρα ΣΤΡΑΤΗΓΟ και γι’αυτό ΩΦΕΙΛΟΥΜΕ ως ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ να μην τους αμφισβητούμε ΟΥΤΕ για ένα δευτερόλεπτο και να απαιτούμε από τους ΠΡΟΔΟΤΕΣ να σωπαίνουν. Συνοδευόταν από μία από τις γνωστές εικόνες αρχαίων ελλήνων μεγαλωμένων στον παραδοσιακό οικισμό του Χόλυγουντ, την ώρα της σφαγής, με τα ποντίκια να κοντεύουν να εκραγούν από το overdose τεστοστερόνης.
Αν ξεχάσατε τους κανόνες της alt-right γραμματικής, τώρα είναι η ώρα να επιστρέψετε και να τους ξαναδιαβάσετε. Έβαλα κατ’αναλογίαν ένα μόνο ορθογραφικό, αλλά και το πραγματικό κείμενο είχε ελάχιστα. Σύμφωνα λοιπόν με τον πρώτο κανόνα, το κείμενο πιθανότατα δεν προερχόταν από την σκληρή, ανοιχτά ναζιστική ακροδεξιά, αλλά από κάποιο δεξιό κομμάτι της ήδη πολύ δεξιάς σημερινής Νέας Δημοκρατίας. Το κείμενο ήταν, νομίζω αυτονόητα, ιδιαίτερα ηλίθιο, πράγμα που απλά επιβεβαιώνει και τον δεύτερο κανόνα.
Έχουμε συμφωνήσει να αφεθούμε στη γλυκιά αγκάλη της άνευ όρων απαισιοδοξίας, αλλά κανείς δεν μας απαγορεύει, μέχρι να μας πάρει χαμπάρι κανένας τραμπούκος τύπου Χαρδαλιά, να το διασκεδάσουμε και λίγο στην πορεία. Για να εξυπηρετήσω λοιπόν τη ροή του κειμένου και την δραματοποίηση, πήδηξα σκόπιμα χρονικά το κομβικό σημείο που άναψε τη σπίθα για να φουντώσει ακόμα περισσότερο η άσβεστη φλόγα της διαχρονικής εθνικής μας ανοησίας, που ήδη μας είχε περιζώσει για τα καλά, και που έμελλε να κοντέψει να μας πνίξει τους ερχόμενους μήνες: το πρώτο διάγγελμα του πρωθυπουργού. Και εδώ είναι που αξίζει να αρχίσουμε την πραγματική πολιτική ανάλυση.
Πρέπει ίσως να θυμηθούμε, μιας και η ένταση των γεγονότων το έχει κάνει να φαίνεται σαν μια αιωνιότητα πριν, πως όταν η Ευρώπη, μαζί της κι η Ελλάδα, αναγνώρισε τον κίνδυνο του νέου ιού με πραγματικά τεράστια καθυστέρηση, αφού ο γνωστός πια σε όλους μας Π.Ο.Υ. είχε ήδη κηρύξει το συναγερμό από την 31η Δεκεμβρίου, η ελληνική κυβέρνηση έψαχνε ήδη απεγνωσμένα για έναν πόλεμο, και είχε καταφέρει να τον δημιουργήσει, έστω και προσωρινά, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία στον Έβρο. Κάθε πιθανότητα λογικής συζήτησης για το όποιο πραγματικό πρόβλημα είχε καταρρεύσει υπό το βάρος της πολύ καλά οργανωμένης προπαγανδιστικής μηχανής που τροφοδοτούνταν αποκλειστικά με “ρεπορτάζ” που της προωθούσαν οι ελληνικές δυνάμεις ασφαλείας. Σε ένα πόλεμο, ακόμα και φανταστικό, είναι καθοριστικό για τη συσπείρωση να παρουσιάζεις τη δική σου προπαγάνδα ως θέσφατο και να υποβαθμίζεις κάθε διαφορετική άποψη, όσο στοιχειοθετημένη κι αν είναι, ως εσφαλμένη ή, αν χρειάζεται, ως προδοτική για το έθνος και τις υποτιθέμενες παραδόσεις του. Κάτι σαν την ορθογραφία του Μπαμπινιώτη, ή τις παραινέσεις περί μη κριτικής του κειμένου που διαχωρίζει τους ΕΛΛΗΝΕΣ από τους ΠΡΟΔΟΤΕΣ.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην ανάγκη κατασκευής αυτού του φανταστικού πολέμου ως μέσου απόκρυψης ενός πραγματικού αδιεξόδου ήταν φυσικά πολλαπλοί, θα τους συνόψιζα όμως σε δύο κεντρικούς άξονες: ο πρώτος, η απόπειρα ικανοποίησης του τεράστιου ακροδεξιού κοινού και της αντίστοιχης πτέρυγας της κυβέρνησης, που είχε ήδη αρχίσει να τσινάει με την άνευ όρων αποδοχή και επικρότηση της μέχρι πριν μερικούς μήνες “προδοτικής” συμφωνίας των Πρεσπών και το απίστευτου μεγέθους φιάσκο με τις επιτάξεις και τα ΜΑΤ στα νησιά.
Ο δεύτερος, η ολοένα και μεγαλύτερη αδυναμία απόκρυψης, ακόμα και μέσα από την μπετόν αρμέ μονομπλόκ με διπλή ενίσχυση πλεξιγκλας φιλοκυβερνητική μαζική ενημέρωση, μιας διάσπαρτης ανικανότητας του δήθεν επιτελικού κράτους που το οδηγούσε σε απαράδεκτες και κάποτε αστείες, διαδοχικές γκάφες και σκάνδαλα, ακόμα και με την αξιωματική αντιπολίτευση να κοιμάται τον γλυκό ύπνο της έφηβης σοσιαλδημοκρατίας. Να θυμίσω ενδεικτικά και σε τυχαία σειρά, το καραγκιοζιλίκι με τα σινεμά και το Τζόκερ, τον ξυλοδαρμό Ινδαρέ και την έξαρση της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, τους αμέτρητους, απροκάλυπτους διορισμούς μετακλητών και κυρίως δημοσιογράφων, τις αυξήσεις μισθών μονάχα για τους ήδη υψηλόμισθους, την προώθηση του ιδιωτικού ιατρικού τουρισμού με όχημα ένα Ε.Σ.Υ. που καταρρέει, την ανάθεση του ειδησιογραφικού της Ε.Ρ.Τ. στους χειρότερους δημοσιογράφους της, τους νηπιαγωγούς διοικητές νοσοκομείων, τις τρομοκρατικές ενέργειες στα νησιά που συνεχίζονται ακόμα, την απόπειρα παραγκωνισμού του συλλογικού φορέα διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων και το κράξιμο που ακολούθησε, την καθυστέρηση των έργων και την επικείμενη αρχαιολογική καταστροφή στο μετρό θεσσαλονίκης, τις μπουλντόζες-φάντασμα στο ελληνικό, το αποτυχημένο αναπτυξιακό νομοσχέδιο με όρους Κολομβίας, τον εξαφανισμένο από τη βουλή και τη δημόσια σφαίρα πρωθυπουργό που εμφανιζόταν μόνο σε lifestyle και στημένα ρεπορτάζ, και την οικονομία που εμφάνισε πτώση μετά από χρόνια. Για λιγότερο από έναν χρόνο διακυβέρνησης, πρόκειται αναμφίβολα για μια εξαιρετική επίδοση – απ’την ανάποδη.
Έτσι για την ιστορία, όλο αυτό το σόου στα σύνορα που, εκτός από το πρόσκαιρο επικοινωνιακό της κυβέρνησης, εξυπηρέτησε στην πραγματικότητα τα συμφέροντα της γείτονος Τουρκίας και μόνο, όδευε προς βέβαιη λήξη από την στιγμή που ανακοινώθηκε η τριμερής Ερντογάν/Μακρόν/Μέρκελ. Το ποσό και οι όροι συμφωνήθηκαν, οι πρόσφυγες αποσύρθηκαν εν μία νυκτί, και έμενε μονάχα η επίσημη ανακοίνωση της συμφωνίας για να χάσει η κυβέρνηση άλλο ένα ισχυρό ακροδεξιό χαρτί της. Και κάπου εκεί εμφανίστηκε ο κορωνοϊός, ως πανίσχυρος από μηχανής θεός, να σηματοδοτήσει τη δημιουργία ενός νέου πολεμικού αφηγήματος και να αναγκάσει την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει μια αν μη τι άλλο πολύ πιο δύσκολη πραγματικότητα.
Να σημειώσω πως ο Μητσοτάκης τότε δεν είχε χαρακτηριστεί ακόμα Μωυσής και έπαιζε στο ομολογουμένως κάπως πιο χαμηλό, αν και πιο εθνικά υπερήφανο, επίπεδο του ομηρικού ήρωα. Όλα αυτά θα άλλαζαν με το πρώτο διάγγελμα, που νομίζω πλέον έχουμε το κατάλληλο θεωρητικό υπόβαθρο για να το γράφουμε ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ. Από τούδε και στο εξής, οι νεοδημοκράτες και οι ανέστιοι, μπερδεμένοι κεντρώοι θα άρχιζαν να κρεμάνε τα αστραφτερά εικονίσματα του ανδρός στους θλιβερούς τοίχους του εγκλεισμού τους. Εγώ πάντως θα τους πρότεινα να κρατήσουν, κάπου στο εικονοστάσι, μια γωνίτσα, ας είναι και μικρή, για μια φωτογραφιούλα του καημένου του covid-19. Γιατί νομίζω πως, όταν τελειώσει η ιστορία, θα καταλάβουν πως, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, προσέφερε πολύ περισσότερα στο κόμμα τους από τον, κατά γενική ομολογία κάπως τζιτζιφιόγκο, ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟ.
[ΒΟΚΠ και ιστορίες αντιθρησκευτικού φανατισμού]
Το ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ λοιπόν, αν και αισθητά πιο κακογραμμένο, ασαφές, διχαστικό και ανόητο από όλα τα αντίστοιχα πολεμικά διαγγέλματα της Ευρώπης, είχε σκοπό να φέρει την κοινωνία, γρήγορα και χωρίς περιστροφές, σε μια κατάσταση απόλυτης σοβαρότητας γύρω από την αντιμετώπιση του ιού. Και φυσικά, να ανανεώσει τον φανατισμό γύρω από το πολεμικό αφήγημα, που όπως οι επικοινωνιολόγοι πολύ καλά γνώριζαν και όπως είδαμε κι εδώ, ήταν τόσο ωφέλιμο για την κυβέρνηση, όπως και διαχρονικά είναι για κάθε κυβέρνηση.
Δεν θα κάτσω εδώ να πιάσω ένα ένα τα μέτρα που ακολούθησαν ή προηγήθηκαν, άλλωστε το κείμενο αυτό δεν έχει τη φιλοδοξία να γίνει ένα αναλυτικό χρονικό. Αξίζει όμως να κάνω μια αναφορά στον κρατικό παραλογισμό και την ανικανότητα, που είναι νομίζω λιγότερο περιστασιακός απ’όσο νομίζουμε.
Ο παραλογισμός αυτός, που λέω να τον ονομάσω βαλκανικό ορθόδοξο κρατικό (ΒΟΚΠ) μας ταλαιπωρεί από τις πρώτες ήδη μέρες της πανδημίας. Κολλάει/δεν κολλάει η θεία κοινωνία και θεραπεύει/δεν θεραπεύει ο αγιασμός και η αλοιφή “Βυζαντινόν”. Σχολεία που πρέπει να κλείσουν οπωσδήποτε αλλά τελικά ίσως δεν πρέπει να κλείσουν και τόσο. Ατομική προσευχή και άναμμα κεριών αλλά χωρίς κωδικό. Επιστήμονες με χόμπι την ψαλτική και κάμερες και κόσμο να συνωστίζεται έξω απ’το ναό. Πολιτικοί που μας τραβούν το αυτί αλλά συναθροίζονται με τους ψηφοφόρους τους κανονικά. Άλλοι που φορούν στραβά κι ανάποδα τη μάσκα τους. Συναυλίες σε καρότσες. Απαγόρευση ατομικής κολύμβησης και ψαροντούφεκου. Επιστήμονες που ενημερώνουν ότι πρέπει να κοιμάται κάθε μέλος της οικογένειας σε χωριστό δωμάτιο, επειδή νομίζουν ότι όλοι μένουμε σε βίλες. Τραγουδιστές που όντως μένουν σε βίλες να κάνουν γιόγκα στο γκαζόν του κήπου τους για να μας ανεβάσουν το ηθικό. Πολυέξοδη καμπάνια για να “μείνουμε σπίτι” ενώ αυτό είναι ήδη υποχρεωτικό και δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς. Χαρτί για να επιβεβαιώσεις ότι είσαι μαζί μ’έναν σκύλο λες και δε φαίνεται. Ανοιχτά τα ΜΜΜ αλλά με λιγότερα δρομολόγια για να υπάρχει περισσότερος συνωστισμός. Ρεπορτάζ για χαμό στα διόδια ενώ η πραγματική πτώση στην κίνηση αγγίζει το 40%. Σελέμπριτις που κάνουν τεστ ενώ δεν μπορεί να κάνει κανείς και μας ανακοινώνουν περιχαρείς τα αποτελέσματα. Ψευδή ρεπορτάζ και απαγορεύσεις κυκλοφορίας μετά πανηγυρισμών στους λιγοστούς διαθέσιμους δημόσιους χώρους. Μην μπαίνετε πάνω από δύο στο αμάξι, κι ας μένετε στο ίδιο σπίτι. Ιστορίες παγκόσμιας επιτυχίας, η Μέρκελ να γυαλίζει τα παπούτσια του Μητσοτάκη, και το άγαλμα του Τσιόδρα να αντικαθιστά το άγαλμα του Χριστού στο Ρίο ντε Τζανεϊρο.
Ο ισχυρισμός μου εδώ είναι πως ο ΒΟΚΠ, που κυριάρχησε εντός κι εκτός μας από την αρχή της πανδημίας, δεν είναι τυχαίος, ούτε κάποιο ανεξέλεγκτο, ατίθασο κομμάτι του DNA μας· είναι κάτι που προέκυψε, βόλεψε τον κρατικό μηχανισμό, και συντηρήθηκε ως κόρη οφθαλμού για πάσα χρήση. Παράλληλα βέβαια, αποκάλυψε πόσο μακριά είναι τα πλοκάμια του τεράστιου κρατικοδίαιτου λόμπι που λυμαίνεται τα δημόσια ταμεία εδώ και δεκαετίες.
Νομίζω πως το παράδειγμα που αξίζει πιο πολύ να αναλύσω, και το πιο προφανές, είναι η κόντρα κράτους/εκκλησίας, για την οποία νομίζω θα εκπλήξω πολλούς δηλώνοντας ότι πια πιστεύω ότι έχει δίκιο η εκκλησία.
Ας γυρίσουμε κάποιους μήνες πίσω, όταν οι παπάδες, επειδή είναι παπάδες και μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό τους, γυρνοβολούσαν σε όλα τα κανάλια της τηλεόρασης για να υπερασπιστούν, μετριοπαθώς ή κραυγάζοντας, το δικαίωμα του πιστού να μετέχει στη θεία κοινωνία. Εύκολο να τους καταδικάσουμε για την ανεύθυνη αυτή στάση τους απέναντι στη δημόσια υγεία. Και ακόμα πιο εύκολο για άθεους, αριστερούς, κάθε λογής προοδευτικούς που ούτως ή άλλως πιστεύουν στην ανάγκη για άμεσο διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας. Ξεχνάμε όμως αρκετά πράγματα.
Ξεχνάμε, για παράδειγμα, πως στην Ελλάδα τα ιδιωτικά κανάλια είναι στην πραγματικότητα κρατικοδίαιτα, και πως μία κυβέρνηση που έχει φιλικές, με το αζημίωτο πάντα, σχέσεις με τη χούφτα επιχειρηματιών που τα ελέγχει, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει τη γραμμή ενημέρωσης με ένα τηλεφώνημα. Το έχουμε δει να συμβαίνει ουκ ολίγες φορές, και φυσικά συμβαίνει κατά κόρον και εν μέσω της πανδημίας. Η υπεροπλία αυτή λοιπόν των παπάδων και των λοιπών εκπροσώπων της εκκλησίας στους τηλεοπτικούς δέκτες, δεν ήταν απλά μια επίδειξη αργών κυβερνητικών αντανακλαστικών. Ήταν μια σαφής επιλογή.
Ξεχνάμε, επίσης, πως εκείνες τις μέρες παρέλαυναν στις εκκλησίες και τα τηλεπαράθυρα ουκ ολίγοι πολιτευτές, δημοσιογράφοι και φιλοκυβερνητικοί, που έλεγαν τα ίδια, ή και χειρότερα, από τους ιερώμενους. Αν η κυβέρνηση είχε πραγματικά πρόθεση να δείξει πως η στάση αυτή είναι ανεύθυνη, αυτοί θα έπρεπε να είχαν βγει από το κάδρο πρώτοι. Κι όμως, για να δούμε δύο μονάχα παραδείγματα, ο υπουργός Γεωργιάδης εξακολουθεί, σα να μην τρέχει τίποτα, να κάνει αυτό που πάντα κάνει καλύτερα, να πηγαίνει από τηλεπαράθυρο σε τηλεπαράθυρο και να προσβάλει την ευφυϊα και την αισθητική μας. Η δε λοιμωξιολόγος Γιαμαρέλλου, που αν δεν τη θυμάστε ήταν αυτή που είχε διαβεβαιώσει ότι ο κορωνοϊός δεν μεταδίδεται με τη θεία κοινωνία, επιβραβεύτηκε με τοποθέτηση στην θεόσταλτη, υπεράνω κριτικής επιτροπή σοφών του Τσιόδρα, και εξακολουθεί να καμαρώνει πως θα είναι η πρώτη που θα κοινωνήσει μόλις αυτό επιτραπεί.
Η κυβέρνηση λοιπόν, είχε τότε βρεθεί σε δύσκολη θέση. Και, ακόμα χειρότερα, την είχε δημιουργήσει η ίδια. Άν και ήξερε πως οι εκκλησίες έπρεπε να κλείσουν άνευ όρων, δεν είχε καμία όρεξη να το κάνει. Επένδυσε λοιπόν στον ήδη υπάρχοντα ΒΟΚΠ, και έκανε ο,τι μπορούσε να κάνει για να τον ενισχύσει: με αμφίσημες διαρροές τύπου Πυθίας· με τον επιστημονικό της εκπρόσωπο μία να παζαρεύει με την Ιερά Σύνοδο, μία να βγαίνει να ψέλνει για τις τηλεοπτικές κάμερες· με την ίδια την πολιτική της να βασίζεται σε μισόλογα, αμφισημίες και δηλώσεις σεβασμού προς τον θεό· με τους δημοσιογράφους να πανηγυρίζουν το κλείσιμο των εκκλησιών, που έκλειναν και μετά δεν είχαν κλείσει αρκετά και έκλειναν περισσότερο, και μετά λίγο ακόμα, και μετά άλλος έλεγε πάτε κι άλλος μην πηγαίνετε και όλο αυτό τελικά κράτησε μέχρι το Πάσχα, όπου αρκετές και πάλι δεν έκλεισαν τελείως αλλά ήταν κλειστές. Ένας συνεχιζόμενος αμφίσημος θρίαμβος μιας υποτιθέμενης λογικής, στην πραγματικότητα του ΒΟΚΠ, απέναντι στην θεοκρατία.
Ο παραλογισμός αυτός είχε σκοπό να στρέψει την ίδια την κοινωνία απέναντι στην εκκλησία, με την κυβέρνηση, εκ του ασφαλούς, να έχει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, για να μην χρεωθεί εξ ολοκλήρου το ξέφτισμα ενός ακόμα κομματιού του τριπτύχου πατρίς/ θρησκεία/ οικογένεια. Έτσι, ακόμα και πολύ λογικές απορίες της Ιεράς Συνόδου και των υποστηρικτών της, όπως το “αφού επιτρέπετε την ατομική προσευχή γιατί δεν την περιλαμβάνετε ως κωδικό στα sms”, ή μετριοπαθείς προτάσεις πολιτευτών με μηδενικό υγειονομικό κόστος, όπως αυτή του Αλέκου Αλαβάνου για περιφορά του επιταφίου χωρίς κοινό, ρίχνονταν στην πυρά και αντιμετωπίζονταν με αντανακλαστικό μίσος από την κοινωνία και αμηχανία ή υποτίμηση από την κυβέρνηση. Είπαμε, πρέπει με κάθε κόστος να συνεχίσουμε να είμαστε Βαλκάνιοι Ορθόδοξοι Κρατικά Παράλογοι.
Σας είπα από την αρχή ότι η θέση μου στο όλο θέμα είναι με την πλευρά της εκκλησίας. Όμως σας το είπα μισά.
Διαμάχη με την ιεραρχία της εκκλησίας στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρξαν, στις πιο εξώφθαλμες περιπτώσεις, ασυνεννοησίες εξαιτίας του ΒΟΚΠ και διαφωνίες για τις λεπτομέρειες. Αν η κυβέρνηση βρισκόταν σε διαμάχη, θα βλέπαμε για παράδειγμα δήλωση υπουργού ότι οι παπάδες είναι χαραμοφάηδες και ας κάνουν και καμιά δουλειά αν θέλουν μισθό. Θα βλέπαμε συγκροτημένες, επίσημες αντιπροτάσεις της Ιεράς Συνόδου ενάντια στην κυβερνητική πολιτική που θα είχαν συντάξει δικές της επιστημονικές επιτροπές, και όχι αντάρτικες μειοψηφίες να σηκώνουν παντιέρες θρησκευτικής αντίστασης για το θεαθήναι. Θα είχαν ανακοινωθεί εξοντωτικά πρόστιμα και λουκέτα για τυχόν παραβάσεις των μέτρων και συναθροίσεις στους ναούς. Η επιστημονική επιτροπή θα είχε τιμήσει το όνομά της, χωρίς περιστροφές, με σαφείς ανακοινώσεις ενάντια στη θεία κοινωνία και το φίλημα των εικόνων. Θα είχαν πέσει στο τραπέζι προτάσεις για παραχώρηση του μισθού των μητροπολιτών στο ΕΣΥ, και θα είχε γιγαντωθεί η συζήτηση για διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας, που ας μην ξεχνάμε, ήταν το κυβερνών κόμμα που στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση την απέρριψε μετά τυμπανοκρουσιών.
Αν από όλο αυτό το θέατρο του ΒΟΚΠ πληγώθηκε κάποιο κομμάτι της εκκλησίας, αυτό ήταν ένα: οι πιστοί, και ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι. Που τους αρνήθηκαν τη μόνη κοινωνικοποίησή τους, μαζί με αυτό που τους κρατάει δυνατούς απέναντι στον θάνατο, που ας μην ξεχνάμε, με την πανδημία ήξεραν πως ήρθε ακόμα πιο κοντά τους. Και στη μεγάλη πλειοψηφία τους το δέχτηκαν, αδιαμαρτύρητα, κάποτε ζητώντας από τα εγγόνια τους να τους βρουν τη λειτουργία για να την παρακολουθήσουν στο youtube, και κάποτε πηγαίνοντας για θλιβερή, μοναχική προσευχή, όπως τους είχε παροτρύνει ο πρωθυπουργός. Εξαιρετικά μεγάλη θυσία. Και όμως, αντί για επιβράβευση, τα ΜΜΕ και το πολιτικό αφήγημα τους έκαναν κι αυτούς έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα του μίσους του κοινωνικού αυτοματισμού, για να κρυφτούν, για άλλη μια φορά, οι πραγματικές ευθύνες και η ανικανότητα.
Σας ξεκαθάρισα από την αρχή ότι πάνω απ’όλα είμαι ένας φανατικά απαισιόδοξος ανθρωπιστής. Έτσι, κάθε αναίτια κοινωνική ή κρατική επίθεση εναντίον αδύναμων στρωμάτων του πληθυσμού με βρίσκει ασυζητητί απέναντί της, όσο και να διαφωνώ μαζί τους. Υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος λόγος για τη θέση που παίρνω εδώ. Είμαι βλέπετε, και φανατικός ορθολογιστής. Και το, πανίσχυρο αυτές τις μέρες, δόγμα του ΒΟΚΠ, αρκεί για να με εξοργίσει βαθύτατα κι από μόνο του.
[ήρωες, ΒΟΚΠ και κινηματογράφος]
Κάθε πόλεμος, όσο φανταστικός κι αν είναι, χρειάζεται, για να πετύχει ως αφήγημα, και τους ήρωές του.
Οι πρώτοι που χαρακτηρίστηκαν ως τέτοιοι, από τα πρωθυπουργικά μάλιστα χείλη, στο ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ, ήταν οι νοσοκομειακοί γιατροί και νοσηλευτές. Δήλωση που ακολουθήθηκε από το παντελώς γελοίο κάλεσμα για χειροκρότημα στα μπαλκόνια από την πρώτη κυρία, που είχε δει να γίνεται το αντίστοιχο στην ήδη βαριά χτυπημένη από τον ιό Ισπανία, και μέσα στο σκληρό cocooning της θεώρησε πως είναι καλή ιδέα να το κάνουμε κι εδώ, αφού στο κάτω κάτω, και πάνω απ’όλα, μένουμε Ευρώπη. Η έκκληση αντιμετωπίστηκε μάλλον με αδιαφορία από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, με ιδιαίτερο όμως ενθουσιασμό από διάφορους κυβερνητικούς κολαούζους, που όλως τυχαίως είχαν και κάποιον να τους τραβάει με κινητό την ώρα που το έκαναν, και φυσικά έστειλαν το βίντεο στα κανάλια.
Εγώ πάλι δεν βγήκα να χειροκροτήσω. Όχι μόνο γιατί δεν είμαι κυβερνητικός κολαούζος, και δεν νομίζω να γίνω ποτέ, αλλά γιατί ξέρω ότι οι γιατροί και οι νοσηλευτές δεν είναι ήρωες. Είναι σκληρά εργαζόμενοι, με τεράστιες ευθύνες, σε έναν πολύ ευαίσθητο τομέα. Και είναι και αρκετά άλλα πράγματα: κακοπληρωμένοι, στην πλειοψηφία τους συμβασιούχοι, με εξοντωτικές υπερωρίες, σε άθλιες υποδομές, αναγκασμένοι να παλεύουν με μια ανόητη γραφειοκρατία, και ελάχιστοι σε αριθμό για τις πραγματικές ανάγκες του συστήματος. Για ένα μεγάλο μέρος αυτής της κατάντιας, φταίει το ίδιο το κόμμα του Μητσοτάκη και ουκ ολίγοι από τους υπουργούς του. Και το ίδιο κυβερνητικό σχήμα, μην έχετε αμφιβολία γι’αυτό, θα συνεχίσει να συναινεί στην απαξίωσή τους και την καταστροφή του Ε.Σ.Υ. και την επόμενη μέρα. Μπορεί απλά να αλλάξει δικαιολογίες.
Είπα όμως πως σήμερα θα μιλήσω για ήρωες. Έτσι, είναι προφανώς αδύνατον να μην αναφερθώ στον άνθρωπο που κουβαλάει, ως πολύτιμο σταυρό, τη χώρα στην πλάτη του. Που φανερώνεται στους πιστούς ως Χριστός επί της Γης και στους άπιστους ως πανσοφότατος επιστήμονας με τα πτυχία του ζωγραφισμένα στο κούτελο. Που παρέχει μια στοργική αγκαλιά για κάθε Έλληνα, και είναι ταυτόχρονα ανα πάσα στιγμή έτοιμος να στήσει τον κορωνοϊό στο απόσπασμα και να τραβήξει το γεμάτο μέτρα περίστροφό του. Στον άνθρωπο που ηγείται αποτελεσματικά μιας επιτροπής τόσο γελοιωδώς μεγάλης που δεν θα την άντεχε κανένα πρόγραμμα αν έπρεπε να κάνει teleconference. Στον πρώτο άνθρωπο που αποφάσισε ο Σμαραγδής να κάνει ταινία πριν πεθάνει, κι έτσι ο δύσμοιρος κινδυνεύει να τη δει. Τον Σωτήρη Τσιόδρα.
Η αλήθεια είναι πως αυτός ο άνθρωπος μου είναι μάλλον συμπαθής, σε αντίθεση βέβαια με την υπερβολή που τον συνοδεύει. Όμως με μπερδεύει, πολύ και ασταμάτητα. Πέρασα διαδοχικά από διάφορα συναισθήματα απέναντί του, ανέλυσα τις κινήσεις του και προβληματίστηκα για τη θέση του με όσους τρόπους μπορούσα. Τελικά, κατέληξα ότι είναι, άθελα ή ηθελημένα, άλλο ένα υποπροϊόν του ΒΟΚΠ (Βαλκανικού Ορθόδοξου Κρατικού Παραλογισμού), και το άφησα εκεί. Να το εξηγήσω λίγο καλύτερα.
Ο Τσιόδρας λοιπόν, έχει ένα ιδιαίτερα βαρύ βιογραφικό και φαίνεται να απολαμβάνει τον άνευ όρων σεβασμό των συναδέλφων του, ιδιαίτερα αυτών που εντελώς συμπτωματικά διορίστηκαν και στην επιστημονική επιτροπή. Έχει αποφοιτήσει από το Χάρβαρντ και, παράλληλα, είναι ψάλτης και μέλος της χριστιανικής αδελφότητας “Σωτηρία”. Παρουσιάζεται ταπεινόφρων, κι όμως δεν έχει κανένα πρόβλημα με το να τον φωτογραφίζουν ως μεγαλοφυή αρχιτέκτονα ενός παγκόσμιου θριάμβου. Μιλάει μειλίχια και με λόγια αγάπης και κατανόησης, και όμως δεν τον προβληματίζει καθόλου ότι δίπλα του έχει έναν άνθρωπο που οι κοινωνικές του ευαισθησίες περιορίζονται σε αυτά που έμαθε όταν ήταν στη ΔΑΠ/ΝΔΦΚ και στις ατέλειωτες ώρες στο γυμναστήριο. Δακρύζει για τους παππούδες και τις γιαγιάδες που θα χαθούν, κι όμως δεν έχει κανένα πρόβλημα να εθίζει την κοινωνία, μέρα τη μέρα, σε μια σκληρή, απόλυτα απάνθρωπη λογική των συγκρίσεων και των αριθμών. Εμφανίζεται διαλλακτικός, αλλά αν ακούσει κάποια ερώτηση που δεν του αρέσει, βγαίνει από τα ρούχα του. Το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, μάλλον αδύνατον να ξανασυμβεί, αφού πλέον οι λιγοστές επιτρεπόμενες ερωτήσεις προϋποβάλλονται στην επιτροπή και οι δημοσιογράφοι απαγορεύεται να είναι παρόντες για διευκρινίσεις. Εν ολίγοις, το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα με τον Τσιόδρα είναι πως είναι συνένοχος στο πιο άχρηστο, προπαγανδιστικό, και ενίοτε χυδαίο, ημερήσιο reality show για τον κορωνοϊό στην Ευρώπη.
Έχω διαβάσει συχνά ως αντεπιχείρημα για αυτό το τρομακτικό έλλειμμα και την απαξία της ενημέρωσης, πως ο άνθρωπος, ως επιστήμονας μεγατόνων, δεν δύναται να κάθεται να εξηγεί σε κάθε άσχετο λεπτομέρειες για την επιστημονική πολιτική που επιλέγει. Πέρα από τον προφανή ελιτισμό, το συγκεκριμένο επιχείρημα έχει και άλλα προβλήματα. Το πρώτο, πως αν δεν απαντάει και δεν εξηγεί τα επιστημονικά δεδομένα που οδηγούν στις αποφάσεις, δεν υπάρχει κανένας λόγος να βρίσκεται εκεί, και την ενημέρωση θα μπορούσε να την κάνει ο αγνοούμενος υπουργός. Το δεύτερο, πως κάθε τέτοια αποστροφή, εκτός από την αναγνώριση ενός δήθεν πολύ χαμηλού επιπέδου αντίληψης του πληθυσμού, περιλαμβάνει, άθελά της, και την παραδοχή ότι κάποιοι έχουν επιλέξει ότι καλό είναι το επίπεδο αυτό να κρατηθεί εκεί.
Ως προσεκτικοί αναγνώστες θα προσέξατε ότι έγραψα πως η συμμετοχή του γλυκομίλητου καθηγητή στην καθημερινή παρωδία ενημέρωσης με μπόλικο ΒΟΚΠ, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα μαζί του. Το πρώτο είναι πως είναι εξ αρχής, ήδη απο το πρώτο κρούσμα, απολύτως αποτυχημένος, όπως και όλοι οι συνάδελφοί του στην Ευρώπη.
Ίσως να έχουμε ξεχάσει πως βασικός σκοπός του ΕΟΔΥ, δηλαδή του ΚΕΕΛΠΝΟ, δεν είναι μόνο το να μοιράζει υπερκοστολογημένες καμπάνιες στα ΜΜΕ, ενημερώνοντας δήθεν τον πληθυσμό για θέματα για τα οποία είναι ήδη ενημερωμένος. Ούτε το να υπάρχει ως βολικό πλυντήριο χρήματος για κάθε πολιτικό σκάνδαλο προμηθειών και υπερτιμολογήσεων. Ούτε το να παρακολουθεί απλά τη γρίπη και να αποφασίζει ποιο εμβόλιο πρέπει να παραγγείλουμε κάθε χρονιά. Ο ΕΟΔΥ είναι υπεύθυνος για τις επιδημίες και στο επίπεδο του προληπτικού σχεδιασμού.
Ο Τσιόδρας λοιπόν, ως επιστημονικός σύμβουλος του οργανισμού επί χρόνια, μάλλον δεν είχε δώσει και τόσο καλές συμβουλές για την πρόληψη μιας πανδημίας, γιατί σχέδιο δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, παρά τις σαφείς προειδοποιήσεις από τον Π.Ο.Υ. και το ίδρυμα Gates εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Και μάλλον έδωσε ακόμα χειρότερη συμβουλή, όταν, αγνοώντας τις κραυγές των κινέζων συναδέλφων του, υποβάθμιζε, όπως και πολλοί άλλοι επιστήμονες διεθνώς, τον covid-19 στο επίπεδο της κοινής γρίπης στις αρχές της επιδημίας. Έτσι η χώρα βρέθηκε όχι απλά με ελλιπή θωράκιση, αλλά με τα σώβρακα κατεβασμένα όταν η απειλή έγινε πια πολύ πραγματική, και ως μόνη λύση απέμενε το, πούρας μεσαιωνικής έμπνευσης, lockdown.
Φυσικά, η ευθύνη για αυτό το ξεβράκωμα σίγουρα δεν είναι αποκλειστικά δική του, και βαρύνει συνολικά τον κλάδο του, σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Και είναι εύλογο το επιχείρημα πως κάθε επιστήμονας που έχει επιλέξει να συγχρωτίζεται με το τραγικά φαιδρό ελληνικό κράτος, κινδυνεύει οι όποιες καλές προτάσεις και παραινέσεις του να καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων από τους σταθερά ανίκανους πολιτικούς. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, υποχρέωσή του είναι να δημοσιοποιήσει τη διαφωνία και να παραιτηθεί. Άλλωστε, άνθρωποι με τέτοια εξαιρετικά βιογραφικά δεν έχουν καμία ανάγκη το δημόσιο. Εκείνο τους έχει.
Σας έγραψα από την αρχή πως ο άνθρωπος μου είναι μάλλον συμπαθής, και δεν το είπα για να τραβήξω την προσοχή ή για να προβοκάρω. Το είπα απολύτως ειλικρινά. Όποιος ωστόσο τον θέλει ως ιερό, αμόλυντο τοτέμ αυθεντίας και κυβερνητικού θριάμβου, μπορεί να κάνει από τώρα μια μικρή χορηγία για την επικείμενη ταινία του Σμαραγδή. Εγώ πάλι, θα προτιμούσα να τον έχω ως καλό επιστήμονα, να αποφασίζει για την υγειονομική πολιτική χωρίς να υπολογίζει μικροπολιτικά συμφέροντα και επιθυμίες κομπλεξικών υπουργών και λιμοκοντόρων πρωθυπουργών, και να ενημερώνει όλους μας πραγματικά και αναλυτικά, με επιστημοσύνη, λογική, ειλικρίνεια και τις κοινωνικές ευαισθησίες που ήδη έχει δείξει πως διαθέτει. Δυστυχώς, όσο μέρα με τη μέρα αφήνεται να πέσει πιο βαθιά στον βούρκο του ΒΟΚΠ και της ελληνικής πολιτικής, ένα τέτοιο ενδεχόμενο μοιάζει όλο και περισσότερο με όνειρο μακρινό, και ίσως ολότελα απατηλό.
[έρωτες και πάθη, επιστήμη και στατιστική]
Ακόμα και ο τελευταίος καταναλωτής εύπεπτων κινηματογραφικών ταινιών, γνωρίζει πως ένας πόλεμος από μόνος του κινδυνεύει να αποδειχτεί κουραστικός ή ακόμα και βαρετός, αν δεν διακόπτεται από μερικά τουλάχιστον φλογερά εσταντανέ ανεξάντλητου έρωτα και ασίγαστου πάθους. Στην Ελλάδα, επιφανειακά, τον ρόλο αυτό ανέλαβαν να παίξουν διάφορα ζευγάρια ανθυποσελέμπριτων και ινφλουένσερς, όπως οι Τανιμανίδης-Μπόμπα που προσωπικά δεν γνώριζα καν την ύπαρξη τους, και μεταξύ μας, μακάρι να μην την είχα μάθει ποτέ. Και βέβαια ο πάντα έγκριτος τομέας του lifestyle ρεπορτάζ, που έσπευδε να μας ενημερώσει για το πόσο ωραία μαγειρίτσα έφτιαξε το Τζενάκι για να ταϊστεί ο Βασιλάκης ο Κικίλιας, για το πόσες ελληνίδες ανακάλυψαν αίφνης ότι η θέα και μόνο των τρικέφαλων του alpha male Χαρδαλιά είναι ικανή να τις οδηγήσει σε έναν γρήγορο οργασμό, και για το πώς τα περνάει ο Πρωθυπουργός στο cocooning του, με την αγαπημένη του γυναίκα και τα πανέμορφα παιδιά του.
Στο παρασκήνιο όμως, και αυτονόητα μακριά από τη δημόσια συζήτηση, έλαβε χώρα, στην αρχή της πανδημίας, ένας επίσημος αρραβώνας πολύ πιο σημαντικός. Οι βέρες ανταλλάχτηκαν ένα μεσημέρι σε κάποια ρομαντική αίθουσα του Μαξίμου, θέλω να φαντάζομαι υπό το γλυκό ημίφως των κεριών και με υπόκρουση μια γλυκιά μπαλάντα του Αντώνη Ρέμου να παίζει στο ραδιόφωνο. Μετέχοντες στην τελετή, οι καναλάρχες και ο πρωθυπουργός. Το τι ακριβώς περιελάμβανε το προγαμιαίο συμβόλαιο μάλλον δε θα το μάθουμε ποτέ, αλλά είναι εύκολο να το εικάσουμε από όσα ακολούθησαν.
Το επίπεδο της μαζικής ενημέρωσης στην Ελλάδα βρισκόταν ήδη σε ένα άνευ προηγουμένου ναδίρ. Με αμέτρητους προβεβλημένους και μη δημοσιογράφους να συμμετέχουν ήδη στον κυβερνητικό σχηματισμό ως διορισμένοι σύμβουλοι στα κυβερνητικά γραφεία ή ως βουλευτές, και τους περισσότερους που απέμειναν εκτός να έχουν δηλώσει ευθαρσώς και δημόσια την λατρεία τους στην παρούσα κυβέρνηση και την απέχθειά τους για την προηγούμενη. Με την δημόσια τηλεόραση και το επίσημο ειδησιογραφικό πρακτορείο του κράτους να έχουν περάσει στα χέρια του υπεύθυνου του γραφείου τύπου του κόμματος. Με τις όποιες αντίθετες φωνές να λοιδωρούνται ή να φιμώνονται συστηματικά. Με τον πολιτικό διάλογο να είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος και να εξαντλείται σε άναρθρες φωνασκίες, λάσπη προς πάσα κατεύθυνση και γιατιδελετεκαιγιαδισμούς.
Κι όμως, τελικά, είχε και ακόμα πιο κάτω. Έτσι καταλήξαμε να βλέπουμε καθημερινά, πέρα από τα προαναφερθέντα lifestyle ρεπορτάζ, εξωπραγματικές αγιογραφίες για κάθε κυβερνητικό, εκτεταμένες εικόνες τρόμου από νοσοκομεία του εξωτερικού, χωρίς να υπάρχει έστω μια αναφορά για τα προβλήματα που υπήρχαν στα δικά μας, πολιτευτές νοσοκομειακούς να διαβεβαιώνουν ότι όλα είναι άψογα και δεν υπάρχει καμία έλλειψη σε είδη προστασίας, την ίδια ώρα που τουλάχιστον 200 συνάδελφοι τους είχαν νοσήσει και ένας είχε χάσει τη ζωή του από τον covid-19, και νοσοκομεία όπως της Καστοριάς και του Ρεθύμνου προωθούσαν μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα εκκλήσεις απελπισίας. Και φυσικά, είδαμε τη σταδιακή οικοδόμηση του ψευδεπίγραφου παγκόσμιου θριάμβου του Μητσοτάκη, με τον οποίο όμως θα ασχοληθώ διεξοδικά λίγο αργότερα.
Αυτά λοιπόν φαίνεται πως αγοράζεις με την, εν μέσω κρίσης, οικονομικά αδικαιολόγητη παροχή 40 και βάλε εκατομμυρίων σε μια χούφτα μεγαλοεπιχειρηματίες. Αγοράζεις όμως και κάτι δυνητικά πολύ πιο επικίνδυνο: την εξασφάλιση ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού θα μπορεί να παραμένει εσαεί ανενημέρωτο για τις διεθνείς εξελίξεις, επιστημονικές και πολιτικές, με μοναδικό σκοπό να μην αμφισβητήσει ποτέ τις δικές σου πρακτικές.
Εδώ χάθηκε και, εκτός των άλλων, με συνυπεύθυνη την παρωδία καθημερινής ενημέρωσης της επιτροπής, μια μεγάλη ευκαιρία να κοινωνηθεί σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, ο πραγματικός, βαθύτατα δημοκρατικός και αποτελεσματικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί πάντα η αληθινή επιστήμη, ακόμα και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Και βέβαια καταδίκασε τους ανθρώπους που, συμπεριλαμβανομένου και εμού, έχουν ανάγκη από αυτήν την επιστημοσύνη για να νιώσουν μια σχετική ασφάλεια, να σκαλίζουν δεξιά κι αριστερά στο ίντερνετ ώστε να μάθουν πράγματα για μια επιστήμη που δεν γνωρίζουν, συχνά με στραβά αποτελέσματα. Η αλήθεια είναι πως, αν υπήρχε πρόθεση για μια τέτοια επιμόρφωση, θα αρκούσε να έδειχνε η δημόσια τηλεόραση την ενημέρωση του Π.Ο.Υ., που συνήθως είναι μνημείο ανθρωπισμού, επιστημονικής συγκρότησης, σοβαρότητας, αλλά και συγκρατημένης αισιοδοξίας.
Μου φαίνεται τρομακτικό που, δύο μόλις μέρες πριν φύγουμε απ’το lockdown, ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν έχει κατανοήσει ακριβώς γιατί το κάναμε, ούτε το γιατί θα κινηθούμε όπως θα κινηθούμε απο’δω και στο εξής. Και αν εγώ, με τις ελάχιστες γνώσεις που απέκτησα μετά από πολλή αναζήτηση και διάβασμα, μπορώ να συνοψίσω σε μόλις δύο παραγράφους τις δύο κυρίαρχες επιστημονικές θεωρίες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, έστω και με ανακρίβειες στις λεπτομέρειες, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πόσο καλύτερα και αποτελεσματικότερα θα μπορούσε να το κάνει, με κέρδος για όλους τους ανθρώπους της χώρας, κάποιο μέλος της επιστημονικής επιτροπής.
Η πρώτη θεωρία λοιπόν, που μου αρέσει πλέον να την αποκαλώ πούρα μεσαιωνική, και είναι αυτή που για την ώρα εφαρμόζεται κι εδώ, βασίζεται σε μία λογική που ένα καλό άρθρο που είχα ποστάρει στις αρχές του εγκλεισμού εδώ ονόμαζε “το σφυροκόπημα και ο χορός”. Για να τη συνοψίσω, παραδεχόμαστε πως πριν τα μέτρα του physical distancing, ο ιός είχε ανεξέλεγκτη εξάπλωση, επειδή δεν είχαμε τα μέσα, και ίσως την πρόνοια, για να τον περιορίσουμε. Έτσι, περνάμε σε ένα “σφυροκόπημά” του, μέσω του εγκλεισμού, που θεωρητικά θα μας δώσει τον μέγιστο δυνατό περιορισμό της εξάπλωσης για κάποιους μήνες, κερδίζοντάς μας, εκτός από την ίδια τη μείωση αυτή, χρόνο ώστε να ετοιμάσουμε τις δομές που χρειάζονται για να αποφύγουμε νέα μεγάλη εξάπλωση στο μέλλον και ενδεχόμενη κατάρρευση του Ε.Σ.Υ. Βγαίνοντας από τον εγκλεισμό, θα μπούμε σε μια διαδικασία “χορού” με τον ιό, που θα κρατήσει μήνες ή ενδεχομένως και χρόνια, θα ανοιγοκλείνουμε δηλαδή κοινωνικές κάνουλες για να δούμε πόσο αποτελεσματικό είναι το κάθε μέτρο και να καταλάβουμε τι λειτουργεί και τι όχι. Το ίδιο, με διαφορές στις λεπτομέρειες, θα κάνουν παράλληλα και άλλες χώρες, και έτσι σύντομα θα έχουμε ένα πολύ μεγάλο και σχετικά αξιόπιστο στατιστικό δείγμα που θα μας επιτρέψει να προγραμματίσουμε με ακρίβεια το πως θα κινηθούμε στο μέλλον.
Η δεύτερη θεωρία, που την αποκαλώ μάλλον υπεραισιόδοξη, είναι αυτή που έχει χαρακτηριστεί υποτιμητικά από τους εχθρούς της ως ανοσία αγέλης, στην πραγματικότητα όμως είναι κάτι παραπάνω· πρόκειται για εφαρμογή μέτρων απλού physical distancing για το κομμάτι του πληθυσμού που κινδυνεύει λιγότερο, και επιθετικά μέτρα προστασίας μονάχα των ευπαθών. Θεωρητικά, κάποια στιγμή η πρακτική αυτή θα οδηγήσει και σε ανοσία ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, και θα εξασφαλίσει έτσι το σταμάτημα της εξάπλωσης του ιού, τουλάχιστον μέχρι αυτός να μεταλλαχτεί δραστικά. Πρόκειται για μια θεωρία σαφώς υψηλότερου ρίσκου, που όμως έχει το πλεονέκτημα ότι αφήνει πολύ λιγότερες πληγές στην κοινωνία, την οικονομία και τη δημοκρατία. Φανατική υποστηρίκτρια αυτής της θεωρίας είναι στην Ευρώπη για την ώρα μονάχα η Σουηδία. Εικάζω όμως πως, έστω και χωρίς να το πουν, σύντομα θα προσχωρήσουν και άλλες χώρες σ’αυτήν. Πιθανότατα και η δική μας.
Σε κάθε περίπτωση, η επιστήμη γνωρίζει ακόμα πολύ λίγα πράγματα για τον ιό, και μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, πόσω μάλλον αφού η ανθρωπότητα έχει να αντιμετωπίσει πανδημία τέτοιας έκτασης από τις αρχές του 20ου αιώνα, και τα συγκρίσιμα στατιστικά δεδομένα είναι ελάχιστα. Και όταν δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, θα έπρεπε να είναι αυτονόητο πως δεν υπάρχουν και πρόωροι θρίαμβοι· ειδικά όταν αυτοί έχουν βασιστεί στην ανθρωπιστικά προσβλητική λογική του “δείτε πόσο περισσότερο ψοφάει η κατσίκα του γείτονα”.
Ως φανατικά απαισιόδοξο ανθρωπιστή, λίγα πράγματα μπορούν να με εξοργίσουν περισσότερο από τετοιου είδους επιχειρήματα, κι αυτό επειδή η επίκλησή τους εμπεριέχει αυτό το εξαιρετικά βρώμικο, μισανθρωπικό προαπαιτούμενο, ότι πρέπει να νιώθουμε κάποιου είδους σαδιστική χαρά μετρώντας πόσοι αδελφοί και αδελφές μας πέθαναν στην Ιταλία, στην Ισπανία, στη Βρετανία ή και αλλού, επειδή οι κυβερνήσεις τους, απέναντι στο άγνωστο, ήταν λιγότερο τυχερές ή έκαναν λίγο περισσότερα λάθη. Και ακόμα, προϋποθέτει ότι θεωρούμε εξ ορισμού αναπόφευκτη και φυσιολογική την ύπαρξη έστω και ενός νεκρού.
Το αφήγημα αυτό έχει συχνά ως αντίλογο την επίκληση διαφορετικών αριθμών που προκύπτουν από τα ούτως ή άλλως αναξιόπιστα μέχρι στιγμής δημοσιοποιημένα στατιστικά. Πράγμα που όμως, παρά τις όποιες αγνότερες προθέσεις, αν δεν χρησιμοποιηθεί με ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή, στην πραγματικότητα εμπεριέχει τον κίνδυνο υιοθέτησης μιας παρόμοιας μορφής σαδισμού, από την ανάποδη. Και ομολογώ ότι έχω πέσει κι εγώ πολλές φορές σε αυτήν την παγίδα. Φυσικά, τα στατιστικά είναι κατά τα άλλα πολύ χρήσιμα. Για τους λοιμωξιολόγους και τους άλλους επιστήμονες, που ξέρουν να τα ερμηνεύσουν και αναγκαστικά, για να καταλήξουν σε συμπεράσματα, οφείλουν να βλέπουν τα πράγματα με ψυχρή λογική. Όταν όμως η αντίληψη αυτή διδάσκεται στον πληθυσμό ως επιβεβλημένος τρόπος ανάλυσης της πανδημίας, αντί της ενσυναίσθησης προς τον συνάνθρωπο που θα έπρεπε να βασιλεύει σε όλες τις πτυχές, την κάνει να ξεχνά πόσο πραγματικά τρομακτικός είναι ο θάνατος. Κάθε ένας από αυτούς.
Προφανώς λοιπόν, ο νοσοκομειακός γιατρός που πέθανε από τον covid-19 στο νοσοκομείο εξαιτίας των ελλιπών μέτρων προστασίας, εξαιρείται από τον θρίαμβο του Μητσοτάκη.
Οι νέοι άνθρωποι που έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους ορφανά παιδιά επειδή το τηλεφωνικό κέντρο του ΕΟΔΥ τους αρνήθηκε να εξεταστούν για τον covid-19, εξαιρούνται από τον θρίαμβο του Μητσοτάκη.
Οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους από άλλη νοσηρότητα επειδή ο μόνος τρόπος να μην καταρρεύσει το Ε.Σ.Υ. ήταν να αναβληθούν επ’αόριστον τα τακτικά χειρουργεία, εξαιρούνται από τον θρίαμβο του Μητσοτάκη.
Οι άνθρωποι που πέθαναν στην κλινική νεφροπαθών, επειδή ο ΕΟΔΥ απέτυχε να παρέχει ή να ελέγξει τα μέτρα προστασίας, εξαιρούνται από τον θρίαμβο του Μητσοτάκη.
Οι άνθρωποι που έφυγαν στην Καστοριά, σε ένα διαλυμένο νοσοκομείο, επειδή η κυβέρνηση απέτυχε να κλείσει τα σύνορα ή να υιοθετήσει ελέγχους στα αεροδρόμια, εξαιρούνται από τον θρίαμβο του Μητσοτάκη.
Και όλοι οι υπόλοιποι, όσοι κι αν είναι αυτοί, άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους χωρίς να μπορεί καν η οικογένεια τους να τους θρηνήσει όπως θα ήθελε, ο καθένας με τη δική του ιστορία, εξαιρούνται από τον θρίαμβο του Μητσοτάκη.
Άντε γαμήσου λοιπόν θρίαμβε. Και πήγαινε εκεί που ξέρεις Μητσοτάκη.
Και το λέω με αγάπη αυτό. Ως ένας αμετανόητος, φανατικά απαισιόδοξος, κυνικός ανθρωπιστής.
[αποχαιρετισμός με μια αισιόδοξη νότα]
Αύριο λοιπόν ξεκινάμε τη μεγάλη μας βουτιά στο άγνωστο. Που ενδέχεται να αποδειχτεί πιο δύσκολη από τον εγκλεισμό. Τουλάχιστον όμως, σε αυτή θα είμαστε μαζί.
Πολλοί και πολλές θα γυρίσουν στις δουλειές τους, αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν και να συνηθίσουν νέους κανονισμούς και συνθήκες, κάποιες φορές πολύ δύσκολες. Και χωρίς κανείς να ξέρει για πόσο.
Και οι υπόλοιποι, εκεί έξω, να ψωνίζουμε, να κάνουμε βόλτες ή να βρισκόμαστε, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, με την απειλή του ιού μια να έρχεται και μια να φεύγει, και την οικονομική κρίση που έχει ήδη ξεκινήσει σαν μόνιμο μαύρο σύννεφο πάνω απ’τα κεφάλια μας.
Σε όλο αυτό, ας είμαστε μικροβιοφοβικοί αλλά όχι ανθρωποφοβικοί. Και ας δείχνουμε κατανόηση για τον συνάνθρωπο, που ίσως δεν έχει ενημερωθεί καλά όσο εμείς για τα μέτρα και δεν τα τηρεί τόσο σωστά. Θα είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση, αλλά το μίσος, τα νεύρα και ο κοινωνικός αυτοματισμός μπορούν να την κάνουν ακόμα χειρότερη.
Το κράτος, δυστυχώς, επέλεξε για άλλη μια φορά, αντί της κατανόησης, της ενημέρωσης και της ενσυναίσθησης, να επιβεβαιώσει τη διαχρονική του έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους πολίτες προκρίνοντας την επιβολή των μέτρων με αστυνομοκρατία και εξοντωτικά πρόστιμα, που για τους ανθρώπους που τα δέχτηκαν ή θα τα δεχτούν, πολλές φορές άδικα, θα κάνει την οικονομική κατάσταση ακόμα δυσκολότερη. Ας είμαστε κοντά τους, αλλά ας μη γίνει αυτό αφορμή να μη σεβόμαστε κι εμείς τα μέτρα – τα περισσότερα, είναι αναμφίβολα υγειονομικά σωστά.
Η κυβέρνηση, σε μια κίνηση μικροπρέπειας, βρήκε δυστυχώς την ευκαιρία να περάσει δύο πολύ κακά νομοσχέδια, το ένα ολότελα εγκληματικό, την ώρα που η δημοκρατία βρισκόταν σε καταστολή. Οφείλουμε να τα παλέψουμε, όπως και την ίδια την κίνησή της, προσβλητική για κάθε δημοκράτη πολίτη. Τον τρόπο θα τον βρούμε στην πορεία, αλλά και πάλι, ας είμαστε υγειονομικά προσεκτικοί.
Ο μεγάλος μας, παγκόσμιος σύμμαχος, η επιστήμη, έχει και θα έχει διχογνωμίες και παλινωδίες, αλλά έχει και τα εργαλεία να τις λύσει χωρίς τη βοήθειά μας· και υπάρχουν χιλιάδες επιστημονικές ομάδες, εδώ και έξω, που δουλεύουν, συχνά με συνεννόηση, και κάποτε κατά μόνας επειδή το απαιτούν τα οικονομικά συμφέροντα, για να λύσουν το πρόβλημα. Κάθε εξέλιξη, καλή ή κακή, θα την μαθαίνουμε, γιατί κανείς δεν θα μπορέσει να μας την κρύψει. Ας την αντιμετωπίζουμε πρώτα απ’όλα με ψυχραιμία.
Δυστυχώς οι αισιόδοξοι για την ώρα δεν έχουν επιβεβαιωθεί, και το χτύπημα του ιού δεν φαίνεται να έχει φέρει ούτε την ανατροπή του καπιταλισμού, ούτε την υποχώρηση από τις θέσεις του νεοφιλελευθερισμού, ούτε καν την ενίσχυση των Εθνικών Συστημάτων Υγείας ως αυτονόητο δόγμα για την επόμενη μέρα. Μπορεί να είναι απλά νωρίς.
Ωστόσο ο ιός σίγουρα μας έχει ήδη σημαδέψει και αλλάξει, και ως άτομα και ως κοινωνίες. Το πώς πιστεύω, λέω να το κρατήσω κρυφό, γιατί μάλλον δεν είναι η καλύτερη ώρα για φανατικά απαισιόδοξο ανθρωπισμό. Το μικρόφωνο στους αισιόδοξους συναδέλφους, παρακαλώ.
(ακολουθεί αισιόδοξη νότα)
Η αλήθεια είναι ότι για να σας κόψει ένας λαγοκέφαλος το δαχτυλάκι του ποδιού φερ’ειπείν, θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο ψάρι, και κατά πάσα πιθανότητα θα το έχετε δει να σας πλησιάζει αρκετά πριν, επομένως θα έχετε χρόνο να βγείτε στην ακτή, εκτός αν είστε στα βαθιά ή είστε αφηρημένοι απολαμβάνοντας την πρωτόγνωρα άδεια αμμουδιά και τα μαγευτικά, καθαρά νερά. Και σε κάθε περίπτωση, για οποιοδήποτε τραύμα, έχουμε καλούς και εξαιρετικά κακοπληρωμένους γιατρούς στο ΕΣΥ, αν και τα περισσότερα κέντρα υγείας της επαρχίας έχουν κλείσει λόγω της λιτότητας. Τα υπόλοιπα, δεν ξέρω αν έχουν αρκετές γάζες. Ωστόσο, όταν μετά από ώρες, με το αίμα να έχει πλημμυρίσει το αυτοκίνητο και τις διακοπές σας να έχουν καταστραφεί ανεπιστρεπτί, καταφέρετε να φτάσετε σε κάποια παρατημένη από το κράτος δομή υγείας, αυτή θα είναι οργανωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε, ανεξάρτητα από την έλλειψη προσωπικού και υλικών, μπορεί να χάσετε το πόδι σας, αλλά θα έχετε ελάχιστες πιθανότητες να κολλήσετε τον COVID-19.
Ε, μη μου πείτε ότι δεν ήταν αισιόδοξο αυτό!