Σήμερα ξύπνησα και τα χέρια μου πονάνε σε βαθμο ακαμψίας από το χτεσινό γυαλοχαρτάρισμα των ντουλαπιών της κουζίνας. Τι ιστορία κι αυτή, να περνάς χοντρό και μετά ψιλό και μετά ψιλότερο κι αν δε σου πετύχει το βερνίκι φτου κι απ’την αρχή.
Το χωριό έχει δύο καφενεία. Το ένα, που κάνει και σουβλάκι σπιτικό, έχει κάποια δουλειά με τους Ρώσους τουρίστες που σκαρφαλωμένοι στα τζιπάκια κάνουν σαφάρι χαζεύοντας από ψηλά τη χλωρίδα, την πανίδα και τους ιθαγενείς. Πολύ συχνά έχω σκεφτεί ν’ανέβω κι εγώ μαζί τους, και να δώ πόσο αστείοι φαινόμαστε απο κει πάνω με τα μούσια μας και τα σκυλάδικά μας και τις μπαλωθιές μας και και τη γενικότερη ανοησία μας. Ίσως κάποια μέρα μάθω επιτέλους να μιλάω τα ρώσικα και το κάνω.
Το δεύτερο καφενείο, που τουρίστες δεν έχει, ανακαινίστηκε πριν από καμιά βδομάδα. Ανακαίνιση εδώ θα πει γενική καθαριότητα και ασβέστωμα· ίσως και καμιά επιπλέον μάρκα μπύρας, μια που μέχρι τώρα είχε μόνο άμστελ και παντού είναι πια της μόδας οι ελληνικές, ή μάλλον αυτές με τα ελληνικά γράμματα στην ταμπέλα. Δύσκολα τα πράγματα για μένα που μου αρέσει η Καϊζερ.
Γενικά, στο χωριό υπάρχει μια κάποια προσήλωση στις παραδόσεις. Προχτές, για παράδειγμα, με το ξημέρωμα, μαζέψαμε στοίβες ολόκληρες από τριαντάφυλλα και φτιάξαμε μ’αυτά αψίδες, τέτοιες που από μέσα ίσα να χωράει να περάσει ένας μεσαίου μεγέθους άνθρωπος. Το βραδάκι, μαζεύτηκε όλο το χωριό στην πλατεία, γδυθήκαμε, και μέσα σε χορούς και τραγούδια αρχίσαμε να περνάμε ένας ένας κάτω απ’τις αψίδες. Σύμφωνα με τον θρύλο, τα πέταλα και τα αρώματά τους στολίζουν τους ερωτευμένους, τους ρομαντικούς και σε όσους έκαναν μεγάλο καλό ή σύντομα θα κάνουν· τα αγκάθια, καρφώνουν με αφύσικη δύναμη τους κακούς, τους μισάνθρωπους και τους απατεώνες. Εγώ βγήκα με μια μικρή αμυχή στο μπράτσο· υποθέτω πως είναι επειδή προχτές δανείστηκα το ποδήλατο της Ελενίτσας για να κατέβω στη χώρα χωρίς να τη ρωτήσω και το καημένο το κοριτσάκι νόμιζε πως της το είχαν κλέψει και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ για ώρες. Ο Παναής, νεόπλουτος που έχει μπουζουκτζίδικο στην πόλη και την έχει δει άνθρωπος της νύχτας κι όπου σταθεί κι όπου βρεθεί προσπαθεί να αγοράσει συνειδήσεις, βγήκε καταματωμένος και τρεκλίζοντας. Ακόμα χειρότερα, με τα αίματα να σχηματίζουν λίμνες ολόκληρες κάτω από το πέλματά του, ο Γιώργης, που ψηφίζει Χρυσή Αυγή αλλά όπως λέει δεν είναι ρατσιστής, και τα βράδια που μεθάει κατεβαίνει στο παρκάκι με την παρέα του και επιτίθεται στους γκέι και τους μετανάστες. Δε λυπηθήκαμε κανέναν τους, και δεν καλέσαμε καν ασθενοφόρο. Ευχηθήκαμε ωστόσο του χρόνου να τα πάνε κάπως καλύτερα. Όχι γι’αυτούς, για μας.
Ο γείτονάς μας ο Σταυρής εργαζόταν χρόνια σε νοσοκομεία και το βίωμα του θανάτου έχει χαράξει τα μάτια του και τη λαλιά του με μια γλύκα που δυσκολεύομαι να περιγράψω. Πριν λίγο μου φώναξε από την αυλή πως κάποιος πρώην πρωθυπουργός έπεσε θύμα βομβιστικής επίθεσης. Εγώ απόρησα πώς κάποιος που δεν έχει ποτέ εκλεγεί αποκαλείται πρωθυπουργός, έστω και πρώην. Και άρχισα να ζυγίζω στο μυαλό μου το κακό που του έκαναν και το κακό που έχει κάνει σε άλλους ο ίδιος. Σταμάτησα γρήγορα. Το δικό μας σύστημα, με τα ρόδα, είναι ούτως ή άλλως καλύτερο.